- λαλητής
- ο [λαλώ]1. παίκτης μουσικού οργάνου2. τραγουδιστής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λαλητής — ο 1. λαϊκός οργανοπαίχτης. 2. τραγουδιστής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λαλώ — έω και άω (AM λαλῶ, έω) 1. λέγω (α. «εἶπα καὶ ἐλάλησα ἁμαρτίαν οὐκ ἔχω» β. «αὐτοῡ ἀκούσεσθε κατὰ πάντα ὅσα ἄν λαλήσῃ πρὸς ὑμᾱς», ΚΔ) 2. έχω έναρθρο λόγο, ομιλώ, εκφράζομαι προφορικά («λαλεῑ οὐθὲν τῶν ἄλλων ζῴων πλὴν ἀνθρώπου», Αριστοτ.) 3. (για… … Dictionary of Greek
συλλαβοπευσιλαλητής — ὁ, Α αυτός που εξετάζει κάθε συλλαβή προτού τήν προφέρει. [ΕΤΥΜΟΛ. < συλλαβή + πευσιλαλητής, τ. σχηματισμένος κατά τα συνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < πεῦσις (< πυνθάνομαι) + λαλητής (< λαλῶ)] … Dictionary of Greek